πτερυγώματα

πτερυγώματα
πτερύγωμα
the wings
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυρτοχειλίδες — μυρτοχειλίδες, αἱ (Α) [μυρτόχειλα] (κατά τον Πολυδεύκη) «τα ἑκατέρωθεν τού γυναικείου αιδοίου σαρκώδη πτερυγώματα» …   Dictionary of Greek

  • πτερύγωμα — το, ΝΑ 1. το πτέρωμα, το σύνολο τών φτερών ενός πτηνού 2. περίστυλο ελληνικού ναού αρχ. 1. το πτερύγιο τού αφτιού 2. η διάταξη τών γραμμάτων κειμένου σε πάπυρο σε σχήμα φτερού 3. στον πληθ. τὰ πτερυγώματα τα σαρκώματα τού γυναικείου αιδοίου που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”